- στέπα
- Παλιά γραφή της λέξης στέππα. Κοινωνία ποωδών φυτών, διαδομένη στις θερμές (ειδικά υποτροπικές) εύκρατες και ψυχρές περιοχές, που έχουν λίγες βροχές. Ο όρος προέρχεται από το ρωσικό stepii, που σημαίνει έρημος, με την έννοια του εδάφους που δεν καλλιεργείται και δεν έχει δέντρα. Ο κλασικός τύπος σ. είναι διαδομένος κατά το μέγιστο μέρος στην Ευρασία (νότια Ευρωπαϊκή Ρωσία και δυτική Ασία, ιρανοτουρανική και αραβοκασπική περιοχή).
Από γεωβοτανικής άποψης, ωστόσο, στις σ. μπορούν να περιληφθούν και όλες οι φυτοκοινωνίες στις οποίες επικρατούν οι ημιξηρόφιλες και ξηρόφιλες πόες της Βόρειας Αμερικής (Ντακότα, Νεμπράσκα, Κάνσας, Τέξας), της Νότιας Αμερικής (ανατολικό τμήμα της Αργεντινής, στα νότια του Γκραν Τσάκο), της νότιας Αφρικής και της Ευρώπης (Ιβηρική χερσόνησος), με ανομοιότητα στη χλωριστική σύνθεση αυτών των τύπων του φυτικού πληθυσμού, εξαιτίας της επίδρασης, εκτός από τον τύπο του εδάφους, του είδους του κλίματος (περισσότερο ή λιγότερο ηπειρωτικό) κλπ.
Οι πόες που συγκροτούν βασικά τις σ. είναι οι αγρωστίδες με μορφή τούφας, μεταξύ των οποίων πολλά είδη του γένους στύπα αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο· δεν λείπουν όμως και οι άλλοι αγρωστίδες, όπως ανδροπώγων, φεστούκη, πανικό, σπαρτίνα. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν τα λεγκουμινώδη, τα ουνβελλιφόρα και κυρίως τα σύνθετα ιδίως είδη του γένους αρτεμισία, τα οποία στην ουγγρική πούστα, και ακόμα πιο ανατολικά, είναι πάρα πολύ διαδομένα, δεν δίνουν όμως στις φυτοκοινωνίες την όψη του συνεχούς πρασινοτάπητα, όπως συμβαίνει με τους αγρωστίδες. Ανάλογα με την ικανότητά τους να αντέχουν ένα ορισμένο ποσοστό διαλυτών αλάτων και μια χαμηλή αλκαλικότητα στο υπόθεμα, συναντιούνται τα σύνθετα μαζί με τα ουμβελλιφόρα και τις στατικές (πλουμβαγινίδες)· στα στεπώδη εδάφη, που τείνουν προς αλατούχα, αφθονούν τα αλόφυτα, που αντιπροσωπεύονται από τα γένη: σαλικόρνια γλαυξ και σουαίδα.
Ζώα και περιβάλλον σε αφρικανικές στέπες.
Άποψη της στέπας του Καλάμ στην Αιθιοπία.
Dictionary of Greek. 2013.